Δευτέρα, Φεβρουαρίου 14

ο λύκος της Στέπας

αποσπάσματα:

όποιος έχει γευτεί εκείνες της μέρες..με τον φριχτό πονοκέφαλο που ριζώνει πίσω απ' τις κόρες των ματιών και σε κάνει σε κανει να καταριέσαι φρικτά κάθε κίνηση του ματιού και του αυτιού από απλή ευχαρίστηση στον πόνο.
όποιος λοιπόν γευτηκε αυτές τις μέρες της κόλασης, είναι ευχαριστιμένος με μέρες κοινές σαν τη σημερινή, και γεμάτος ευγνωμοσύνη κάθεται δίπλα στη ζεστή σόμπα.

κι αν πράγματι ο κόσμος είχε δίκιο, αν αυτή η μουσική στα καφενεία, αν αυτές οι μαζικές διασκεδάσεις, αν αυτοί οι άνθρωποι που είναι ικανποιημένοι με τόσα λίγα, έχουν δίκιο, τότε εγώ έχω άδικο, τότε είμαι τρελλός, τότε είμαι πράγματι ο λύκος της στέπας, όπως συχνά αποκαλούσα τον εαυτό μου, το ζώο που χάθηκε σ' ένα κι ακατανόητο κόσμο, και δεν μπορεί να βρεί μια πατρίδα, αέρα και τροφή.

κάπου μακρυά, σε πράσινες κοιλάδες κάποιοι υγιείς άνθρωποι καλλιεργούσαν σταφύλια και πάταγαν το κρασί για να μπορούν σε διάφορα μέρη του κόσμου, πολύ μακριά απ' αυτούς, μερικόι απογοητευμένοι και σιωπηλοί αστοί, οι αμήχανοι λύκοι της στέπας, να βρίσκουν λίγο κουράγιο και λίγο κέφι μέσα στα ποτήρια τους.

ποιο θυμόταν εκέινο το μικρό λυγερόκορμο κυπαρίσσι ψηλά στο βουνό πάνω απ' το Γκούμπιο, που μια κατολίσθηση το 'χε τσακίσει στη μέση, κι' όμως αυτό κρατήθηκε στη ζωή κι έβγαλε έναν καινούργιο βλαστό? ποιος δικαίωνε την εργατική νοικοκυρα του πρώτου ορόφου και την πεντακάθαρη αρωκαρία της? ποιος διάβαζε τις νύχτες πάνω απ' το Ρήνο τα συννεφογραψίματα της ομίχλης? ο λύκος της στέπας. και ποιος έψαχνε στα χαλάσματα της ζωής του κάποιο νόημα, ποιος υπέφερε το φαινομενικά ανόητο, ποιος ζούσε το φαινομενικά τρελλό, ποιος ήλπιζε μυστικά μέσα στο τελικό χάος να βρεί την αποκάλυψη και την ύπαρξη του θεού?

στα σημάδια του λύκου της στέπας διέκρινες τον άνθρωπο της νύχτας. το πρωί ήταν γι' αυτόν μια άσχημη ώρα, που την φοβόταν και ποτέ δεν του είχε φέρει τίποτα καλό.

όχι, δεν ήταν, για τίποτα που πέρασε δεν ήταν κρίμα. κρίμα είναι μόνο για το σήμερα και το τώρα, για όλες αυτές τις αμέτρητες ώρες και μέρες που έχανα, που υπέφερα μόνο, και οι οποίες ούτε δώρα έφερναν ούτε συγκινήσεις.

είμαι περίεργος να δώ πόσα μπορεί ν' αντέξει ένας άνθρωπος. όταν φτάσω τα όρια της αντοχής, το μόνο που θα κάνω είναι ν' ανοίξω την πόρτα και θά 'χω σωθεί.

ο αστός είναι έτσι απ' τη φύση του, ένα πλάσμα με αδύναμο ζωτικό ένστικτο, φοβισμένο, που φοβάται ακόμα και στον εαυτό του να παραδοθει.

βλέπουμε ότι έχει ισχυρές παρορμήσεις, τόσο για να γίνει άγιος όσο και άθλιος, αλλά λόγω κάποιας αδυναμίας ή αδράνειας δεν κατάφερε να πάρει φόρα και να βγει στο ελεύθερο σύμπαν και παρέμεινε δεμένος στην τροχιά του μητρικού πλανήτη της αστικής κοινωνίας.

να ζείς στον κόσμο σαν να μην ήταν ο κόσμος, να τηρείς τους νόμους κι όμως να είσαι υπεράνω τους, να κατέχεις ''σαν να μην κατέχεις'', ν' απαρνιέσαι σαν να μην ήταν άρνηση.

όμως τα πράγματα στη ζωή δεν είναι τόσο απλά όπως μέσα στη σκέψεις μας κι ούτε τόσο χοντροκομμένα όπως στη φτωχή μας γλώσσα των ηλιθίων.

επειδή είμαι κάτι σαν καθρεύτης σου, γιατί υπάρχει μέσα μου κάτι που σε νιώθει και σου δίνει μια απάντηση. και θα' πρεπε κανονικά, όλοι οι άνθρωποι να είναι τέτοιοι καθρέφτες και να επικοινωνούν έτσι ο ένας με τον άλλο..

'Ερμαν Έσσε, μετάφραση, ελένη φαφουτη, νεφέλη 1988

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 9

Julio Cortázar

ιστορία χωρίς ηθικό δίδαγμα

Ένας άνδρας πουλούσε φωνές και λέξεις και πήγαινε καλά, παρόλο που συναντούσε πολύ κόσμο που διαφωνούσε για τις τιμές και ζητούσε να τις κατεβάσει. Ο άνδρας υποχωρούσε σχεδόν πάντοτε, κι έτσι μπόρεσε να πουλήσει πολλές φωνές πλανόδιων πωλητών, μερικούς στεναγμούς που αγόραζαν κυρίες εισοδηματίες, και λέξεις για διαφημίσεις, σλόγκανς, κάρτες επιχειρηματιών κι άλλους τέτοιους εξυπνακισμούς.

Στο τέλος ο άνδρας κατάλαβε ότι είχε φτάσει η ώρα να ζητήσει ακρόαση απ' τον τύραννο της χώρας, που ήταν σαν όλους τους συναδέλφους του, και που τον δέχτηκε περιτριγυρισμένος από στρατηγούς, υπουργούς και φλιτζάνια καφέ.

- Ήρθα να σας πουλήσω τα τελευταία σας λόγια, είπε ο άνδρας. Είναι πολύ σημαντικά γιατί εκείνη τη στιγμή θα τα χάσετε, ενώ αντίθετα σας συμφέρει να τα πείτε όταν θα βρίσκεστε στη δύσκολη αυτή θέση, για να σχηματίσετε αναδρομικά την εντύπωση του ιστορικού πεπρωμένου.

- Μετάφρασε τι λέει, διέταξε ο τύραννος το μεταφραστή του.

- Μιλάει στα αργεντίνικα, Εξοχότατε.

- Στα αργεντίνικα; Και γιατί δεν καταλαβαίνω τίποτα;

- Καταλάβατε πολύ καλά, είπε ο άνδρας. Επαναλαμβάνω ότι ήρθα να σας πουλήσω τα τελευταία σας λόγια.

Ο τύραννος σηκώθηκε όρθιος, όπως συνηθίζεται σ' αυτές τις περιπτώσεις, και, κρύβοντας την ταραχή του, διέταξε να συλλάβουν τον άνδρα και να τον βάλουν στα ειδικά μπουντρούμια που πάντα υπάρχουν σ' αυτά τα κυβερνητικά καθεστώτα.

- Κρίμα, είπε ο άνδρας, ενώ τον παίρνανε. Στην πραγματικότητα θα θελήσετε να πείτε τα τελευταία σας λόγια όταν έρθει εκείνη η στιγμή, και θα σας ήταν απαραίτητο να τα πείτε για να δημιουργήσετε εύκολα την εντύπωση αναδρομικά του ιστορικού πεπρωμένου. Αυτό που εγώ θα σας πουλούσα είναι αυτό που εσείς θα θελήσετε να πείτε. Δεν υπάρχει καμία απάτη. Αλλά αφού δεν δέχεστε το παζάρεμα και δεν θα ξέρετε απ' τα πριν αυτά τα λόγια, όταν έρθει η στιγμή που θα πρέπει να ξεστομιστούν για πρώτη φορά, εσείς φυσικά δεν θα μπορείτε να τα πείτε.

- Γιατί δεν θα μπορώ να τα πω αν είναι αυτά που θα πρέπει να θέλω να πω; ρώτησε ο τύραννος, μπροστά από ένα ακόμη φλιτζάνι καφέ.

- Γιατί ο φόβος δεν θα σας αφήσει, είπε λυπημένα ο άνδρας. Καθώς θα είστε με μια θηλιά στο λαιμό, φορώντας ένα πουκάμισο και τρέμοντας από φόβο κι απ' το κρύο, θα χτυπάνε τα δόντια σας και δεν θα μπορέσετε ν' αρθρώσετε λέξη. Ο δήμιος κι οι παρευρισκόμενοι, μεταξύ των οποίων θα είναι και μερικοί απ' αυτούς τους κυρίους, θα περιμένουν από υποχρέωση, ένα δυο λεπτά, αλλά, όταν απ' το στόμα σας βγει μόνο ένα κλαψούρισμα ανάμεσα στο λόξιγκα και τις ικεσίες συγχώρεσης (γιατί αυτά θα τα αρθρώσετε χωρίς προσπάθεια), θα χάσουν την υπομονή τους και θα σας κρεμάσουν.

Θιγμένοι οι παρευρισκόμενοι, και κυρίως οι στρατηγοί, μαζεύτηκαν γύρω από τον τύραννο για να του ζητήσουν να διατάξει αμέσως τον τουφεκισμό του άνδρα. Αλλά ο τύραννος, που ήταν - χλωμός - σαν - το - θάνατο, τους πέταξε έξω και κλείστηκε σ' ένα δωμάτιο με τον άνδρα για ν' αγοράσει τα τελευταία του λόγια.

Στο μεταξύ οι στρατηγοί κι οι υπουργοί, προσβλημένοι απ' τον τρόπο που τους φέρθηκε ο τύραννος, σχεδίασαν μια εξέγερση και το επόμενο πρωί τον συνέλαβαν ενώ έτρωγε σταφύλια στο αγαπημένο του κιόσκι. Για να μην μπορέσει να πει τα τελευταία του λόγια τον σκότωσαν επί τόπου με μια σφαίρα. Μετά βάλθηκαν να ψάχνουν τον άνδρα, που είχε εξαφανιστεί απ' το κυβερνητικό μέγαρο, και δεν άργησαν να τον βρουν καθώς περιδιάβαινε στην αγορά πουλώντας φωνές στους μικροπωλητές. Αφού τον έβαλαν σ' ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο, τον μετέφεραν στη φυλακή και τον βασάνισαν για να αποκαλύψει ποια θα ήταν τα τελευταία λόγια του τυράννου. Καθώς δεν μπόρεσαν να του αποσπάσουν καμιά ομολογία, τον σκότωσαν με κλοτσιές.

Οι πλανόδιοι πωλητές που είχαν αγοράσει απ' τον άνδρα φωνές συνέχισαν να διαλαλούν στις γωνιές, και μία απ' αυτές χρησίμεψε αργότερα σαν σύνθημα της αντεπανάστασης που αποτέλειωσε τους στρατηγούς και τους υπουργούς. Μερικοί, πριν πεθάνουν, σκέφτηκαν λανθασμένα ότι στην πραγματικότητα όλ' αυτά αποτελούσαν μια σειρά από ανόητες παρεξηγήσεις κι ότι οι λέξεις κι οι φωνές ήταν πράγματα που σίγουρα μπορούν να πουληθούν αλλά όχι ν' αγοραστούν, όσο παράλογο κι αν φαίνεται.

Κι όλοι σάπισαν, ο τύραννος, ο άνδρας κι οι στρατηγοί κι οι υπουργοί, όμως οι φωνές αντηχούσαν πότε πότε στις γωνιές.

Ιστορίες των Κρονόπιο και των Φάμα, μτφρ Ελένη Χαρατσή, Αθήνα, Ύψιλον, 1983, σσ. 94-96.