Τρίτη, Μαρτίου 2

oι Αόρατες Πόλεις

οι πόλεις κι η μνήμη 2

Ο καβαλάρης που ταξιδέυει μακριά, σε τόπους άγριους, νιώθει το πόθο για μιά πόλη. Τέλος, φτάνει στην Ισιδώρα, πόλη με κτίρια που έχουν ελικοειδείς σκάλες, επιστρωμένες με ελικοειδή όστρακα, όπου κατασκευάζονται τηλεσκόπια και βιολιά εξαίσιας τέχνης, όπου ο ξένος αν διστάσει ανάμεσα σε δυό γυναίκες, συναντά πάντα μιά τρίτη, όπου οι κοκορομαχίες καταλήγουν στο αιματοκύλισμα αυτών που στοιχηματίζουν.
Όλα αυτά σκεφτόταν, όταν ποθούσε μια πόλη.
Η Ισιδώρα είναι λοιπόν, η πόλη των ονείρων του, με μιά διαφορά: Η πόλη που ονειρευόταν, τον είχε μέσα της στα νιάτα του. Στην Ισιδώρα φτάνει στα γεράματα!
Στη πλατεία βρίσκεται το πεζούλι όπου κάθονται οι γέροι και κοιτάζουν τους νέους να διαβάινουν.
Κάθεται κι αυτός στη σειρά, ανάμεσά τους.
oι επιθυμίες είναι πια αναμνήσεις.


οι πόλεις και τα σημάδια 4


Απ' όλες τις μεταβολές της γλώσσας που ο ταξιδιώτης είναι αναγκασμένος να αντιμετωπίσει στους μακρινούς τόπους, καμιά δεν συγκρίνεται μ' αυτή που τον περιμένει στην πόλη Υπατία, γιατί δεν έχει να κάνει με τις λέξεις αλλά με τα πράγματα.
Μπήκα στην Υπατία ένα πρωί, ένας κήπος με μαγνόλιες καθρεφτιζόταν πάνω σε γαλάζιες λίμνες, εγώ προχωρούσα ανάμεσα σε φράχτες σίγουρος πως θ' ανακαλύψω όμορφες και νέες κυράδες να κάνουν το μπάνιο τους: όμως στο βάθος του νερού τα καβούρια κατέτρωγαν τα μάτια γυναικών που είχαν αυτοκτονήσει, με τη πέτρα δεμένη στο λαιμό και τα μαλλιά πράσινα από φύκια.
Ένιωσα εξαπατημένος και θέλησα να ζητήσω δικαιοσύνη απ' το σουλτάνο. Ανέβηκα τις σκάλες από πορφυρίτη του παλατιού με τους πανύψηλους θόλους, διέσχισα έξι αυλές από φαγιέντσα με συντριβάνια. Η αίθουσα στο κέντρο ήταν φραγμένη με κάγκελα: κατάδικοι με μαύρες αλυσίδες στο πόδι ανέβαζαν κομμάτια βασάλτη από ένα ορυχείο που ανοιγόταν κάτω απ' τη γη.
Δε μου απέμενε παρά να ρωτήσω τους φιλοσόφους. Μπήκα στη βιβλιοθήκη, χάθηκα ανάμεσα σε ράφια που κατέρρεαν κάτω από τα βαριά δεσίματα των περγαμηνών, ακολούθησα την αλφαβητική σειρά χαμένων αλφαβήτων, πάνω κάτω σε διαδρόμους, σκάλες και γέφυρες. Στον πιο απόμακρο θάλαμο με τους παπύρους, μέσα σ' ένα σύννεφο καπνού, μου παρουσιάστηκαν τα θολά μάτια ενός εφήβου ξαπλωμένου πάνω σε μια ψάθα, με το στόμα κολλημένο σε μια πίπα οπίου.
-''Πού είναι ο σοφός''; Ο καπνιστής έδειξε από το παράθυρο. Ήταν ένας κήπος με παιδικά παιχνίδια: μπάλες, κούνια, τραμπάλα.Ο φιλόσοφος καθόταν στο χορτάρι. Είπε:
-''Τα σημάδια φτιάχνουν μιά γλώσσα, αλλά όχι εκείνη που νομίζεις πως ξέρεις''.
Κατάλαβα ότι έπρεπε να ελευθερωθώ από τις εικόνες που ως τώρα μου είχαν προαναγγείλει τα πράγματα που ως τώρα αναζητούσα: μόνο τότε θα κατάφερνα να καταλάβω τη γλώσσα της Υπατίας.
Τώρα αρκεί ν' ακούσω το χλιμίντρισμα των αλόγων και το πλατάγισμα του μαστιγίου κι αμέσως με πιάνει μιά ερωτική ανησυχία: στην Υπατία πρέπει να μπεις στους σταύλους και στις σχολές ιππασίας γιά να δεις τις όμορφες γυναίκες που ανεβαίνουν στη σέλα με γυμνούς μηρούς και μόλις πλησιάζει ένας ξένος τον ρίχνουν στους σωρούς του άχυρου η των πριονιδιών και τον σφίγγουν πάνω στις σκληρές τους ρώγες.
Κι όταν η ψυχή δε ζητάει άλλη τροφή ή ερέθισμα εκτός από μουσική, ξέρω ότι πρέπει να ψάξω στα νεκροταφεία: οι μουσικοί κρύβονται στα μνήματα, τρίλιες φλάουτου, συγχορδίες άρπας, απαντούν από τον ένα τάφο στον άλλο.
Σίγουρα και στην Υπατία θα 'ρθει μια μέρα που η μοναδική μου επιθυμία θα είναι να φύγω.
Ξέρω πως τότε δε θα πρέπει να κατέβω στο λιμάνι αλλά ν' ανέβω στον πιο ψηλό οβελίσκο της ακρόπολης και να περιμένω μήπως κάποιο καράβι περάσει.
Όμως θα περάσει ποτέ;
Δεν υπάρχει γλώσσα χωρίς απάτη.

Italo Calvino

2 σχόλια:

librarian είπε...

Τι σύμπτωση! Είναι πάνω στο κομοδίνο μου το εν λόγω βιβλίο (στην ελληνική του έκδοση) και με περιμένει υπομονετικά!

κοπρόγατα είπε...

τίποτε δεν είναι τυχαίο..! τελικά..