Τετάρτη, Οκτωβρίου 15

στη γέφυρα


Heinrich Böll, Στη γέφυρα

Μου τυλίξανε τα πόδια και μου 'δωσαν ένα πόστο να κάθομαι και να μετράω τους ανθρώπους που περνάνε απ' την καινούργια γέφυρα. Τους κάνει κέφι -ναι, ναι, τρελαίνονται!- ν' αποδεικνύουν την ικανότητά τους με αριθμούς· ενθουσιάζονται με το τίποτα, μεθούν με κάτι λίγα ανόητα νούμερα, κι όλη μέρα, όλη μέρα το στόμα μου πάει ροδάνι καθώς κάνει σωρούς τα νούμερα, το 'να πάνω στ' άλλο, για να τους χαρίσω το βράδυ τον θρίαμβο του τελικού αριθμού.

Όταν τους αναφέρω το αποτέλεσμα της βάρδιας μου, τα πρόσωπά τους λάμπουν, κι όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός, τόσο περισσότερο λάμπουν - κι έχουνε κάθε λόγο να πλαγιάσουν ικανοποιημένοι: τόσος κόσμος περνάει -χιλιάδες- κάθε μέρα από την καινούργια τους γέφυρα…

Οι στατιστικές τους μετρήσεις, όμως, δεν είναι σωστές. Λυπάμαι που το λέω, μα δεν είναι σωστές. Είμαι αναξιόπιστος άνθρωπος, μολονότι ξέρω καλά πώς να προξενώ την εντύπωση του απλοϊκού και του καλοκάγαθου.

Μεταξύ μας, τώρα, μ' αρέσει πού και πού μερικούς να μην τους μετράω καθόλου, και πάλι, όποτε νιώθω συμπάθεια, να τους χαρίζω μερικούς παραπάνω. Κρατάω στα χέρια μου την ευτυχία τους. Άμα είμαι θυμωμένος ή όταν δεν έχω να καπνίσω, τους δηλώνω απλώς τον μέσο όρο·όταν, όμως, είμαι χαρούμενος κι η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, αφήνω τη γενναιοδωρία μου να κυλήσει και να φτάσει σ' έναν αριθμό πενταπλάσιο του πραγματικού. Κι είναι όλοι τους ευτυχισμένοι!

Μου βουτάνε ευγενικά απ' το χέρι το τελικό αποτέλεσμα, τα μάτια τους πετάνε σπίθες και με χτυπάνε φιλικά στον ώμο. Χαμπάρι δεν παίρνουν τίποτα! Αρχίζουν πολλαπλασιασμούς και διαιρέσεις, βγάζουν ποσοστά επί τοις εκατό, κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Λογαριάζουν πόσοι περνούν σήμερα απ' τη γέφυρα ανά λεπτό και πόσοι θα περνούν σε δέκα χρόνια. Λατρεύουν το δεύτερο μέλλον· το δεύτερο μέλλον είναι η ειδικότητά τους - μα την αλήθεια, πόσο λυπάμαι που είναι όλα λάθος…

Όποτε περνάει απ' τη γέφυρα η μικρή μου αγαπημένη -και περνάει δυο φορές την ημέρα- η καρδιά μου σταματάει να δουλεύει. Μέχρι τη στιγμή που θα στρίψει στην αλέα και θα χαθεί, το ακούραστο τικ-τακ της καρδιάς μου διακόπτεται. Οτιδήποτε συμβαίνει, σ' αυτό το χρονικό διάστημα, το αποσιωπώ, δεν τους το φανερώνω. Αυτά τα δύο λεπτά μου ανήκουν, μου ανήκουν αποκλειστικά, δεν τους επιτρέπω να μου τα πάρουν. Κι όταν πάλι, το βράδυ, γυρνάει απ' το παγωτατζίδικο όπου δουλεύει, καθώς περνάει απ' τ' άλλο πεζοδρόμιο, το στόμα μου που μετράει, και πρέπει να μετράει, βουβαίνεται κι η καρδιά μου σταματάει ξανά· μέτρημα ξαναπιάνω μόλις τη χάσω απ' τα μάτια μου. Οτιδήποτε θελήσει η μοίρα να παρελαύνει εκείνα τα δυο λεπτά μπροστά απ' τα τυφλά μου μάτια δεν εισέρχεται στην αιωνιότητα της στατιστικής: άντρες και γυναίκες φαντάσματα, ανύπαρκτα όντα που δεν πρόκειται να παρελάσουν ποτέ στο δεύτερο μέλλον της στατιστικής…

Ότι την αγαπώ, είν' ολοφάνερο. Δεν το ξέρει, αλλά κι εγώ δεν θα 'θελα να το μάθει. Δεν πρέπει να μάθει με ποιον τερατώδη τρόπο κατεβάζει το ύψος του αριθμού των διερχομένων· θέλω -χωρίς να 'χει καν ιδέα, αλλά και χωρίς να φταίει σε τίποτα- να προσπερνάει μπροστά μου με τα μικρά καστανά μαλλιά και τα καλλίγραμμα πόδια της, να πηγαίνει στο παγωτατζίδικο, να βγάζει μπόλικο πουρμπουάρ. Την αγαπώ… Ότι την αγαπώ, είν' ολοφάνερο - και κάτι παραπάνω.

Eσχάτως μου έκαναν έλεγχο. Ο εργάτης που κάθετ' απέναντι και μετράει τ' αυτοκίνητα με είχε ειδοποιήσει από πριν κι είχα τα μάτια μου δεκατέσσερα. Μέτραγα σαν τρελός, ούτε χιλιομετροφάγος να ήμουν. Ο ίδιος, μάλιστα, ο προϊστάμενος της Στατιστικής Υπηρεσίας ανέβηκε στη γέφυρα, πήγε και στάθηκε στην άλλη πλευρά και σύγκρινε το αποτέλεσμα μιας ώρας με τη δική μου ωριαία έκθεση. Μονάχα έναν είχαν λιγότερον από κείνον. Είχε περάσει η μικρή μου αγαπημένη και για τίποτα στον κόσμο δε θ' άφηνα αυτό το όμορφο κορίτσι να μπει στο δεύτερο μέλλον - η μικρή μου αγαπημένη δεν είναι για να πολλαπλασιαστεί, να διαιρεθεί και να μεταμορφωθεί σ' ένα τίποτα εκφρασμένο επί τοις εκατό. Μάτωσ' η καρδιά μου που έπρεπε να συνεχίσω το μέτρημα δίχως να μπορώ να την παρακολουθήσω με το μάτι· στον εργάτη απέναντι, που μέτραγε τ' αυτοκίνητα, χρωστώ δίχως άλλο μεγάλη ευγνωμοσύνη. Επρόκειτο για την ίδια μου την ύπαρξη.

Ο προϊστάμενος της Στατιστικής με χτύπησε στον ώμο και μου 'πε ότι είμαι καλός, σωστός και αξιόπιστος.

«Ένας παρακάτω την ώρα», πρόσθεσε, «δε χάθηκε δα κι ο κόσμος. Εμείς στην Υπηρεσία ούτως ή άλλως προσυπολογίζουμε πάντα μια σταθερή απώλεια. Θα προτείνω να μετατεθείτε στα ιππήλατα».

Τα ιππήλατα, φυσικά, είναι ο κόμβος. Τα ιππήλατα, εκεί είναι χάρμα. Υπάρχουν το πολύ εικοσιπέντε ιππήλατα την ημέρα και κάθε μισή ώρα θα προσθέτω ένα νούμερο στο προηγούμενο· χάρμα, σας λέω.

Στα ιππήλατα θα 'ναι χάρμα. Μεταξύ τέσσερις κι οχτώ δεν επιτρέπεται να περνούν ιππήλατα απ' τη γέφυρα, οπότε θα μπορώ άνετα να πηγαίνω βόλτα ή στο παγωτατζίδικο· θα με βλέπει αρκετή ώρα ή και θα με συνοδεύει στο δρόμο της επιστροφής για το σπίτι η μικρή μου -η καταμέτρητη αγαπημένη.


περ. Πολύτροπος 1 (Ιαν. 1997) 55-57. [μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής]

3 σχόλια:

ναυτίλος είπε...

Πού το ξετρύπωσες ; Αριστουργηματικό ! Το είχα ανακαλύψει πριν από χρόνια σε ένα site (www.komvos.edu.gr) με μερικά μεταφρασμένα διηγήματα ευρωπαιων λογοτεχνών και το είχα τυπώσει .

κοπρόγατα είπε...

ναι!!! είναι. τόσο όμορφο και αληθινο..το τύπωσα και εγώ!
με τον Μπέλ εχω μια ταυτηση. (www.greek-language.gr)= απο εκει ξετρυπώνω διάφορα και όσα με εκφάζουν τα ανεβάζω στο μπλογκ!

κοπρόγατα είπε...

από εκεινα τα διηγήματα που τα διαβάζεις ξανά και ξανά..