Παρασκευή, Οκτωβρίου 17
ερώτηση
Γινεται δυο συγγραφεις με εντελως διαφορετκη αντιληψη και γραφη, απο διαφορετικα μερη της γης να γραφουν σχεδον ταυτοχρονα για το ιδιο θέμα? Μηπως καποιος απ’ τους δυο εχει «κλέψει» απ΄ τον άλλο? Και πως θα ανακαλυψουμε εμεις τον «ένοχο» και αν φυσικά υπάρχει...
Αφορμη το τελευταιο βιβλίο που διάβασα (το απο κάτω) και το αμεσως επόμενο που επιασα στα χερια μου (σαν απο ένστικτο!) να διαβάσω..
μαύρο κορίτσι, λευκό κορίτσι
Τζόϊς Κάρολ Οουτς
μαύρο κορίτσι, λευκό κορίτσι
(black girl, white girl)
μετφτ¨Αυγουστος Κορτώ
Καστανιώτης, 2008
Η ιστορία φαινομενικά γνωστή. Καθώς προχωράει η αφήγηση, η Οουτς σε εκπλήσσει όχι όμως όπως σε προηγούμενα βιβλία της. Δύο κορίτσια με διαφορετικό χρώμα δέρματος, με διαφορετικές αντιλήψεις. Η νέγρα Μινετ με πατέρα ιερέα και η Τζένα γόνος μεγάλης και ιστορικής οικογένειας της Αμερικής υπέρμαχο των δικαιωμάτων των νέγρων και των σκλάβων. Έρχεται η στιγμή που οι δυο κόσμοι θα ενωθούν μέσα σ’ένα φοιτητικό δωμάτιο...
Η ιστορία είναι ουσιαστικά ένα προσωπικό χρονικό της λευκής Τζένα για το συνέβη στο πανεπιστήμιο πριν το Θάνατο της Μινέτ. Μια δημόσια απολογία, μια έρευνα για το τι πραγματικά συνέβη στη συγκάτοικο της.
Σαν συμπερασμα της ιστορίας παραθέτω αυτη τη φράση απο το οπισθόφυλλο του βιβλίου: Γιατί, πολλές φορές, η μισαλλοδοξία δεν είναι παρά η μορφή που δίνουμε στο μίσος που νιώθουμε για τον εαυτό μας…
Τετάρτη, Οκτωβρίου 15
στη γέφυρα
Heinrich Böll, Στη γέφυρα
Μου τυλίξανε τα πόδια και μου 'δωσαν ένα πόστο να κάθομαι και να μετράω τους ανθρώπους που περνάνε απ' την καινούργια γέφυρα. Τους κάνει κέφι -ναι, ναι, τρελαίνονται!- ν' αποδεικνύουν την ικανότητά τους με αριθμούς· ενθουσιάζονται με το τίποτα, μεθούν με κάτι λίγα ανόητα νούμερα, κι όλη μέρα, όλη μέρα το στόμα μου πάει ροδάνι καθώς κάνει σωρούς τα νούμερα, το 'να πάνω στ' άλλο, για να τους χαρίσω το βράδυ τον θρίαμβο του τελικού αριθμού.
Όταν τους αναφέρω το αποτέλεσμα της βάρδιας μου, τα πρόσωπά τους λάμπουν, κι όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός, τόσο περισσότερο λάμπουν - κι έχουνε κάθε λόγο να πλαγιάσουν ικανοποιημένοι: τόσος κόσμος περνάει -χιλιάδες- κάθε μέρα από την καινούργια τους γέφυρα…
Οι στατιστικές τους μετρήσεις, όμως, δεν είναι σωστές. Λυπάμαι που το λέω, μα δεν είναι σωστές. Είμαι αναξιόπιστος άνθρωπος, μολονότι ξέρω καλά πώς να προξενώ την εντύπωση του απλοϊκού και του καλοκάγαθου.
Μεταξύ μας, τώρα, μ' αρέσει πού και πού μερικούς να μην τους μετράω καθόλου, και πάλι, όποτε νιώθω συμπάθεια, να τους χαρίζω μερικούς παραπάνω. Κρατάω στα χέρια μου την ευτυχία τους. Άμα είμαι θυμωμένος ή όταν δεν έχω να καπνίσω, τους δηλώνω απλώς τον μέσο όρο·όταν, όμως, είμαι χαρούμενος κι η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, αφήνω τη γενναιοδωρία μου να κυλήσει και να φτάσει σ' έναν αριθμό πενταπλάσιο του πραγματικού. Κι είναι όλοι τους ευτυχισμένοι!
Μου βουτάνε ευγενικά απ' το χέρι το τελικό αποτέλεσμα, τα μάτια τους πετάνε σπίθες και με χτυπάνε φιλικά στον ώμο. Χαμπάρι δεν παίρνουν τίποτα! Αρχίζουν πολλαπλασιασμούς και διαιρέσεις, βγάζουν ποσοστά επί τοις εκατό, κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Λογαριάζουν πόσοι περνούν σήμερα απ' τη γέφυρα ανά λεπτό και πόσοι θα περνούν σε δέκα χρόνια. Λατρεύουν το δεύτερο μέλλον· το δεύτερο μέλλον είναι η ειδικότητά τους - μα την αλήθεια, πόσο λυπάμαι που είναι όλα λάθος…
Όποτε περνάει απ' τη γέφυρα η μικρή μου αγαπημένη -και περνάει δυο φορές την ημέρα- η καρδιά μου σταματάει να δουλεύει. Μέχρι τη στιγμή που θα στρίψει στην αλέα και θα χαθεί, το ακούραστο τικ-τακ της καρδιάς μου διακόπτεται. Οτιδήποτε συμβαίνει, σ' αυτό το χρονικό διάστημα, το αποσιωπώ, δεν τους το φανερώνω. Αυτά τα δύο λεπτά μου ανήκουν, μου ανήκουν αποκλειστικά, δεν τους επιτρέπω να μου τα πάρουν. Κι όταν πάλι, το βράδυ, γυρνάει απ' το παγωτατζίδικο όπου δουλεύει, καθώς περνάει απ' τ' άλλο πεζοδρόμιο, το στόμα μου που μετράει, και πρέπει να μετράει, βουβαίνεται κι η καρδιά μου σταματάει ξανά· μέτρημα ξαναπιάνω μόλις τη χάσω απ' τα μάτια μου. Οτιδήποτε θελήσει η μοίρα να παρελαύνει εκείνα τα δυο λεπτά μπροστά απ' τα τυφλά μου μάτια δεν εισέρχεται στην αιωνιότητα της στατιστικής: άντρες και γυναίκες φαντάσματα, ανύπαρκτα όντα που δεν πρόκειται να παρελάσουν ποτέ στο δεύτερο μέλλον της στατιστικής…
Ότι την αγαπώ, είν' ολοφάνερο. Δεν το ξέρει, αλλά κι εγώ δεν θα 'θελα να το μάθει. Δεν πρέπει να μάθει με ποιον τερατώδη τρόπο κατεβάζει το ύψος του αριθμού των διερχομένων· θέλω -χωρίς να 'χει καν ιδέα, αλλά και χωρίς να φταίει σε τίποτα- να προσπερνάει μπροστά μου με τα μικρά καστανά μαλλιά και τα καλλίγραμμα πόδια της, να πηγαίνει στο παγωτατζίδικο, να βγάζει μπόλικο πουρμπουάρ. Την αγαπώ… Ότι την αγαπώ, είν' ολοφάνερο - και κάτι παραπάνω.
Eσχάτως μου έκαναν έλεγχο. Ο εργάτης που κάθετ' απέναντι και μετράει τ' αυτοκίνητα με είχε ειδοποιήσει από πριν κι είχα τα μάτια μου δεκατέσσερα. Μέτραγα σαν τρελός, ούτε χιλιομετροφάγος να ήμουν. Ο ίδιος, μάλιστα, ο προϊστάμενος της Στατιστικής Υπηρεσίας ανέβηκε στη γέφυρα, πήγε και στάθηκε στην άλλη πλευρά και σύγκρινε το αποτέλεσμα μιας ώρας με τη δική μου ωριαία έκθεση. Μονάχα έναν είχαν λιγότερον από κείνον. Είχε περάσει η μικρή μου αγαπημένη και για τίποτα στον κόσμο δε θ' άφηνα αυτό το όμορφο κορίτσι να μπει στο δεύτερο μέλλον - η μικρή μου αγαπημένη δεν είναι για να πολλαπλασιαστεί, να διαιρεθεί και να μεταμορφωθεί σ' ένα τίποτα εκφρασμένο επί τοις εκατό. Μάτωσ' η καρδιά μου που έπρεπε να συνεχίσω το μέτρημα δίχως να μπορώ να την παρακολουθήσω με το μάτι· στον εργάτη απέναντι, που μέτραγε τ' αυτοκίνητα, χρωστώ δίχως άλλο μεγάλη ευγνωμοσύνη. Επρόκειτο για την ίδια μου την ύπαρξη.
Ο προϊστάμενος της Στατιστικής με χτύπησε στον ώμο και μου 'πε ότι είμαι καλός, σωστός και αξιόπιστος.
«Ένας παρακάτω την ώρα», πρόσθεσε, «δε χάθηκε δα κι ο κόσμος. Εμείς στην Υπηρεσία ούτως ή άλλως προσυπολογίζουμε πάντα μια σταθερή απώλεια. Θα προτείνω να μετατεθείτε στα ιππήλατα».
Τα ιππήλατα, φυσικά, είναι ο κόμβος. Τα ιππήλατα, εκεί είναι χάρμα. Υπάρχουν το πολύ εικοσιπέντε ιππήλατα την ημέρα και κάθε μισή ώρα θα προσθέτω ένα νούμερο στο προηγούμενο· χάρμα, σας λέω.
Στα ιππήλατα θα 'ναι χάρμα. Μεταξύ τέσσερις κι οχτώ δεν επιτρέπεται να περνούν ιππήλατα απ' τη γέφυρα, οπότε θα μπορώ άνετα να πηγαίνω βόλτα ή στο παγωτατζίδικο· θα με βλέπει αρκετή ώρα ή και θα με συνοδεύει στο δρόμο της επιστροφής για το σπίτι η μικρή μου -η καταμέτρητη αγαπημένη.
περ. Πολύτροπος 1 (Ιαν. 1997) 55-57. [μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής]
Τρίτη, Οκτωβρίου 14
μικρά αγγλία
Ιωάννα Καρυστιάνη
Μικρά Αγγλία
Καστανιώτης, 1997
Πόσο απέραντος είναι ο κόσμος της θάλασσας και οι ανθρώποι που ζουν απ' αυτή. Μια ιστορία για τους Ναυτικούς και εκείνους που μενουν πίσω και περιμένουν, για εκείνους που ταξιδευουν μαζί τους, για ένα νησί με παράδοση στη ναυτιλια. Ερωτες, ταξίδια..
Και παραθέτω το παρακάτω κείμενο που είναι αυτο ακριβώς που σκέφτομαι για το βιβλίο τούτο:
…Αρχικά, η γλώσσα του έργου σίγουρα ξαφνιάζει. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο γλωσσικό στυλ που αποτελεί την ταυτότητα, τη σφραγίδα, το διακριτικό αναγνωριστικό στοιχείο της συγγραφέως. Η Καρυστιάνη ξέρει να γράφει. Ο λόγος της δεν είναι στεγνός, ούτε περίτεχνος, φορτωμένος ή πλαδαρός. Η γραφή της είναι καίρια, ακριβής. Πέραν του αποθησαυρίσματος ενός εν αδρανεία γλωσσικού πλούτου, ο αναγνώστης βλέπει μπροστά του ένα ανάλαφρο γλωσσικό παιχνίδισμα και κάποιες μοναδικές γλωσσικές περιγραφικές συλλήψεις που σπανίως συναντά.
Η Καρυστιάνη επιχειρεί μια κατάδυση στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και, τελικά, επιτυγχάνει την άρτια ψυχογράφηση των ηρώων της. Ήρωες και αντι-ήρωες, λοιπόν, φαντάσματα του παρελθόντος, γήινοι, αληθινοί, σπαρταρούν ολοζώντανοι στις σελίδες του έργου της.
Ιωάννα Κλεφτόγιαννη
Δημοσιογράφος
Περιοδικό ΑΝΤΙ, τεύχος 639, 4-7-1997
Πέμπτη, Οκτωβρίου 9
adrienne rich
ΝΟΥΒΕΛΑ
Δύο άνθρωποι σ' ένα δωμάτιο συζητούν έντονα.Ο ένας σηκώνεται, βγαίνει να περπατήσει.
(Αυτός είναι ο άντρας).
Ο άλλος πάει δίπλα
και πλένει τα πιάτα• σπάει ένα.
(Αυτή είναι η γυναίκα).
Έξω σκοτεινιάζει.
Τα παιδιά τσακώνονται στη σοφίτα.
Δεν της έμεινε αίμα στη καρδιά.
Ο άντρας γυρίζει, το σπίτι σκοτεινό.
Το μόνο φως, στη σοφίτα.
Ξέχασε το κλειδί του.
Χτυπάει την ίδια του την πόρτα
κι ακούει λυγμούς στις σκάλες.
Ανάβουν στο σπίτι τα φώτα.
Η πόρτα κλείνει πίσω του.
Έξω απομονωμένα σαν τον κάθε νου
ανάβουν και τ' αστέρια.
μτφρ. Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
Τετάρτη, Οκτωβρίου 8
τίτος πατρίκιος
Η Ακρογιαλιά
Δεν είχα για πάντα βυθιστεί
στα καταμαυρα νερά
βγήκα δύσκολα πάλι στον αφρό
είδα τον ουρανό να φέγγει
και πια δεν νοιαζόμον
για το ανεκπλήρωτο παρελθόν
δεν προσπαθούσα ξανά να κρατηθώ
απο ένα σχεδιασμένο μέλλον
κολύμπησα ως την πολυθόρυβη
γεμάτη κόσμο ακρογιαλιά
και ξάπλωσα στη μαλακή
χιλιοπατημένη άμμο.
Αναβολές
Αναβάλλουμε συνεχώς εκεινη τη στιγμή
που δεν θα ξανασυναντηθούμε πουθενά
στο μεταξυ πολλές φορές γελάμε
μ’ ένα σωρό απ’ αυτά που ζήσαμε
κάποτε κλαίμε μόμοι μας κρυφά
ανδρέας εμπειρίκος
[Άτιτλο]
Εσείς που την ημέρα κυνηγάτε με βούρδουλα τα παιδιά και όλο το βράδυ παίζεται χαρτιά σε καφενέδες ή σαλόνια, ακόμα και στα θαλάσσια λουτρά , χωρίς να σας λένε τίποτα, το κύμα και ο γλάρος, χάρης χαρές της θάλασσας, προσέχετε, προσέχετε μη φέρετε το αναπότρεπτο χαρτί, πολύ πιο γρήγορα, νομίζοντας οτι κερδίζετε φός ρουαγιάλ, προσέχετε μήπως το χαρτί που θα σας έρθει, εκείνο το μαυρο χαρτί, το αδυσώπητο μαύρο, έχει και στις γωνιές το κάτι πάρα πολυ που θυμίζει εγγλέζικο φτυάρι, εκείνο το στυγνό χαρτί, κάλλιο ν’ αρ γήσει νά ‘ ρθει ο ερχομος του, εκείνο το μαυρο χαρτί, κυρίες και κύριοι που τα χαρτιά αγαπάτε, την ήβη σας πνίγοντας και των παιδιών σας, εκείνο το μαυρο χαρτι, προσέχετε το φάντη πίκα χάρο.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)