Ζωρζ Μπατάιγ
Η Ιστορία του Ματιού
(
Histoire de l’
œil)
Μεταφρ. Δημήτρης Δημητριάδης
Αγρα, 1995
"Θα ήταν σοβαρό ατόπημα του μεταφραστή της Ιστορίας του ματιού το να επιχειρήσει να καθοδηγήσει προκαταβολικά ή ακόμα και να προετοιμάσει με κάποιο τρόπο τον αναγνώστη της. Αλλά θα ήταν σοβαρή παράλειψη και του αναγνώστη το να διαβάσει την «Ιστορία του ματιού» απροετοίμαστος, αγνοώντας δηλαδή ποιος είναι αυτός που την έγραψε και μέσα σε ποια πλαίσια ενός πολύ, απρόβλεπτα, ευρύτερου και πολυδιάστατου έργου εντάσσεται, λειτουργεί και αξιολογείται" γράφει στην
εισαγωγή του βιβλίου ο μεταφραστής
Δημητρης ΔημητριαδηςΕνα βιβλίο γραμμένο
απο τον Γάλλο «αιρετικό»
Ζωρζ Μπατάιγ.
Όχι δεν
απευθύνεται σε ηδονοβλεψίες αλλά σε ανθρώπους που τα μάτια τους είναι ο καθρέφτης της ψυχής τους, που δεν ντρέπονται να τα ανοίξουν για να δουν την αλήθεια. Για εκείνους που δεν
λογοκρίνουν ή κρίνουν, για εκείνους που δεν ντρέπονται να ξεγυμνώσουν την ψυχή τους.
Απόσπασμα
Με μεγάλωσαν εντελώς μόνο κι απ’ όσο θυμάμαι, κάθε τι που ‘χε σχέση με το σεξ, μου ‘
φερνε αγωνία. Ήμουν γύρω στα δεκάξι όταν γνώρισα στη παραλία του χωριού Χ. ένα κορίτσι συνομήλικό μου, τη Σιμόν. Οι
οικογένειές μας είχανε μακρινή συγγένεια, γι’ αυτό και τα πρώτα μας
παρέδωσε,
προχωρήσαμε πολύ γρήγορα. Τρεις μέρες μετά τη γνωριμία, βρεθήκαμε μόνοι οι δυο μας στη βίλα της. Φορούσε μαύρη ποδιά μ’ άσπρο
κολαριστό γιακά. Είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ πως το άγχος που μ’ έπιανε όταν την έβλεπα, την έπιανε κι εκείνη με μένα, ένα άγχος που τη μέρα κείνη, ήταν ακόμα μεγαλύτερο επειδή έλπιζα πως κάτω από τη ποδιά της ήταν τελείως
γυμνή.Φορούσε μαύρες μεταξωτές κάλτσες που
φτάνανε πάνω από το γόνατο, ακόμα όμως δεν είχα καταφέρει να τη δω μέχρι τον κώλο (αυτή η λέξη, που χρησιμοποιούσαμε πάντα με τη Σιμόν, ήτανε για μένα το πιο ωραίο απ’ όλα τα ονόματα του σεξ).
Φανταζόμουνα μόνο πως έτσι και σήκωνα λιγάκι τη ποδιά από πίσω, θα ‘
βλεπα τ’ απόκρυφα μέρη
της.Σε μια γωνιά του διαδρόμου ήταν αφημένο ένα πιάτο με γάλα για τη γάτα.-”Τα πιάτα είναι για να καθόμαστε”, είπε η Σιμόν. “Τι στοίχημα βάζεις ότι μπορώ να κάτσω μες στο πιάτο”;-”Βάζω στοίχημα πως δε θα
τολμήσεις”, απάντησα σχεδόν με κομμένη
ανάσα.Έκανε αφόρητη ζέστη. Η Σιμόν ακούμπησε το πιάτο σ’ ένα σκαμνάκι, στήθηκε μπρος μου και με τα μάτια της καρφωμένα στα δικά μου, κάθισε χωρίς να μπορώ να τη δω κάτω από τη ποδιά και μούσκεψε τους ζεματιστούς γλουτούς της στο δροσερό γάλα. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι κι άρχισα να τρέμω, ενώ αυτή κοίταζε το σηκωμένο πέος μου που πίεζε από μέσα το πανταλόνι μου. Έμεινα έτσι για λίγο ασάλευτος μπροστά της. Δε κουνήθηκε από τη θέση της και για πρώτη φορά, είδα τη
ροδόμαυρη σάρκα της που
δροσιζότανε μες στο κάτασπρο γάλα. Καθίσαμε σ’ αυτή τη στάση
πολλήν ώρα κι
είμασταν κι οι δυο συγκλονισμένοι…Ξαφνικά σηκώθηκε πάνω κι είδα το γάλα να τρέχει στα μπούτια της και να φτάνει ως τις κάλτσες. Σκουπίστηκε κανονικά μ’ ένα μαντίλι, όρθια πάνω από το κεφάλι μου, με το ‘να πόδι στο σκαμνάκι κι εγώ έτριβα μ’ όλη μου τη δύναμη τον πούτσο μου πάνω από το πανταλόνι, σφαδάζοντας από
κάβλα, στο πάτωμα. Έτσι φτάσαμε σχεδόν ταυτόχρονα σ’ οργασμό χωρίς καν να ‘χουμε
αγγιχτεί. Όταν όμως γύρισε η μητέρα της κι η Σιμόν χώθηκε τρυφερά στην αγκαλιά της, εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία και χωρίς να με
δούν, επειδή
καθόμουνα σε χαμηλή πολυθρόνα, σήκωσα από πίσω τη ποδιά κι έχωσα, ανάμεσα από τα
καφτά της μπούτια, το χέρι μου βαθιά μες στον κώλο
της.Γύρισα τρέχοντας σπίτι με τη λαχτάρα να τραβήξω κι άλλη μια μαλακία και τ’ άλλο
βράδι, τα μάτια μου ήτανε τόσο κομμένα, που η Σιμόν, αφού πρώτα με κοίταξε
καλά-καλά, έκρυψε το πρόσωπό της στον ώμο μου κι είπε σοβαρά:-”Δε θέλω να
μαλακιστείς άλλη φορά χωρίς εμένα”.Έτσι, οι ερωτικές μας σχέσεις μ’ αυτό το κορίτσι, άρχισαν να γίνονται τόσο στενές κι αναπόφευκτες που σχεδόν δεν αντέχαμε να περάσει μια βδομάδα χωρίς να
ειδωθούμε. Εντούτοις, γι’ αυτό το θέμα δεν έχουμε μιλήσει σχεδόν ποτέ. Καταλαβαίνω πως όταν με βλέπει, αισθάνεται αυτό που αισθάνομαι κι εγώ όταν τη βλέπω, μου ‘ναι σχεδόν αδύνατον όμως να εξηγήσω αυτό που μας συμβαίνει. Θυμάμαι μια μέρα που τρέχαμε
σα παλαβοί με τ’ αυτοκίνητο,
χτυπήσαμε μια ποδηλάτισσα που θα πρέπει να ‘τανε πολύ νέα κι όμορφη. Οι ρόδες του αυτοκινήτου μας, της είχαν κόψει το κεφάλι σε σημείο που της το ‘
χανε χωρίσει από το σώμα. Μείναμε
πολλήν ώρα
στ’ αυτοκίνητο κοιτάζοντας μερικά μέτρα πιο κάτω, τη
σκοτωμένη. Η φρίκη κι η απόγνωση που αισθάνεται κανείς μπροστά σε τόσες σάρκες βουτηγμένες στο αίμα, εν μέρει αηδιαστικές αλλά κι εν μέρει πανέμορφες, δε
διαφέρουνε και πολύ απ’ αυτό που συνήθως νιώθουμε μεις οι δυο όταν κοιταζόμαστε. Η Σιμόν είναι ψηλή κι όμορφη. Η συμπεριφορά της γενικά είναι πολύ απλή, δεν υπάρχει τίποτα τ’ απελπισμένο ούτε στο βλέμμα, ούτε στη φωνή της. Στο
σεξουαλικόν όμως, τη πιάνει ξαφνικά τέτοια βουλιμία για κάθε τι που συγκλονίζει, ώστε κι η παραμικρότερη διέγερση των αισθήσεων, κάνει μονομιάς το πρόσωπό της να παίρνει μιαν έκφραση που φέρνει αμέσως στο νου, όλα
κείνα που ‘χουν να κάνουν με την ουσία της σεξουαλικότητας, το αίμα παραδείγματος χάρη, την ασφυξία, τον αιφνίδιο τρόμο, το έγκλημα, κάθε τι που καταστρέφει
επ’ άπειρο την ανθρώπινη μακαριότητα κι εντιμότητα. Η πρώτη φορά που την είδα να τη πιάνει αυτή η βουβή και σύγκορμη σύσπαση, (που μ’ έπιασε και μένα), ήτανε τη μέρα που ‘
κατσε στο πιάτο με το γάλα. Η αλήθεια είναι πως δε κοιταζόμαστε ίσια στα μάτια παρά μόνο σε τέτοιες στιγμές, τη γαλήνη όμως και την όρεξη για παιγνίδια τις βρίσκουμε μόνο λίγο μετά τον οργασμό, όταν
χαλαρώνουμε.Πρέπει να πω πως παρ’
όλ’ αυτά, πέρασε πολύς καιρός ώσπου να κάνουμε έρωτα, εκμεταλλευόμασταν όμως όλες τις ευκαιρίες για να επιδοθούμε σ’ ασυνήθιστες πράξεις. Αυτό δε σημαίνει πως δεν
είμασταν ντροπαλοί, κάθε άλλο μάλιστα, όμως κάτι ακατανίκητο μας έσπρωχνε και τους δυο να προκαλούμε ζευγαρωτά την αιδώ με τη μεγαλύτερη ξεδιαντροπιά…..
Δημοσιεύετικε το 1928 με το ψευδώνυμο Lord Auch.