Δευτέρα, Μαρτίου 22

μυθιστόρημα Δ' Αργοναύτες

Τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη.

Γιώργος Σεφέρης

Κυριακή, Μαρτίου 21

μ. Καραγάτσης

Είναι τα καλά παιδιά, οι συμπαθητικοί τύποι, οι χρυσές καρδιές, οι ευχάριστοι σύντροφοι, οι άχρωμοι άνθρωποι, που όχι μονάχα δεν ενοχλούν κανένα με την ανύπαρχτη προσωπικότητά τους, μα και κολακεύουν όλες τις μικροπρέπειες με τη μικροψυχία τους.

"Ο Κοτζανπάσης του Καστρίπυργου"



Ο έρωτας είναι ένα χρέος προς τη φύση που σ’ έπλασε. Προς τον εαυτό σου, που βρήκε τη δικαίωσή του. Προς τον άνθρωπο που αγαπάς, που σου ’δωσε και του ’δωσες γεύση ζωής.

"Ο κίτρινος φάκελος"


Ποιο πάθος γιατρεύτηκε ποτέ; Ποιος ανικανοποίητος πόθος δεν απωθήθηκε στα λημέρια του υποσυνείδητου;

"Γιούγκερμαν"


“Πρέπει”. Ποιος ανόητος γέννησε αυτό το λόγο, και ποιος τρελός πίστεψε σ’ αυτόν; Το πρόβλημα των πράξεών μας -της ζωής μας δηλαδή το πρόβλημα- δε βρίσκεται στη δεοντολογία, μα στο δυναμισμό.

"Γιούγκερμαν"

Τρίτη, Μαρτίου 16

queen

Adventure seeker on an empty street,
Just an alley creeper, light on his feet
A young fighter screaming, with no time for doubt
With the pain and anger can't see a way out,
It ain't much I'm asking, I heard him say,
Gotta find me a future move out of my way,
I want it all, I want it all, I want it all, and I want it now,
I want it all, I want it all, I want it all, and I want it now,

Listen all you people, come gather round
I gotta get me a game plan, gotta shake you to the ground
Just give me what I know is mine,
People do you hear me, just give me the sign,
It ain't much I'm asking, if you want the truth

Here's to the future for the dreams of youth,
I want it all, I want it all, I want it all, and I want it now,
I want it all, I want it all, I want it all, and I want it now,

I'm a man with a one track mind,
So much to do in one life time (people do you hear me)
Not a man for compromise and where's and why's and living lies
So I'm living it all, yes I'm living it all,
And I'm giving it all, and I'm giving it all,
It ain't much I'm asking, if you want the truth,
Here's to the future, hear the cry of youth,
I want it all, I want it all, I want it all, and I want it now,
I want it all, I want it all, I want it all, and I want it now,

I want it all

Κυριακή, Μαρτίου 14

ροσαλντε

Έρμαν Έσσε
μτφρ: Λεωνίδας Καρατζάς
εκδόσεις: γράμματα

"όχι φίλε μου, λάθος. Μόνο σε πολύ νεαρή ηλικία, μέχρι τα δεκατρία δεκατέσσερα, βιώνει κανεις τις εμπειρίες του με σαφήνεια και φρεσκάδα. σε όλη την υπόλοιπη ζωή του αντλεί απ΄αυτές τις εμπειρίες.."

"Τι τα θές! Είναι καταπληκτικό να προσπαθείς, να ψάχνεις και τελικά να βρίσκεις"

"Η επίσκεψη του φίλου του είχε ανοίξει τρύπες στον τοίχο του κελλιού, απ' όπου έφταναν στον έγκλειστο οι ήχοι και οι αναλαμπές, τα αρώματα και οι παλμοί της ζωής. η παλιά κατάρα έσπασε και κάθε κάλεσμα απ΄ έξω ακουγόταν ιδιαίτερα δυνατά, σχεδόν επώδυνα."

"Αυτό θα πεί ατυχία, να είσαι γιος ζωγράφου και να μην αντέχεις τη μυρωδιά της μπογιάς. Δηλαδή, δε θα 'θελες να γίνεις ποτέ ζωγράφος?
Όχι ποτέ !
Τι θες να γίνεις?
Τίποτα. Καλύτερα να 'μουν πουλί ή κάτι τέτοιο"


'οσα δεν κατάφερε η συμβουλή του καλού φίλου, έγιναν εφικτά μέσα απο την οδυνηρή εμπειρία του θανάτου.

Κυριακή, Μαρτίου 7

χάρτινα



Αυτά που χάθηκαν

αυτά που δεν ήρθαν

μην τα κλαις.

Αυτά που τα ‘χες

και δεν τα ‘δωσες

κλάφ' τα.



γιάννης Ρίτσος

γιώργος Σεφέρης

Πρωί

Ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ ξεδίπλωσε
τὸ μαῦρο πανὶ πλατιὰ καὶ τέντωσέ το
ἄνοιξε τὰ μάτια καλὰ στύλωσε τὰ μάτια
προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις
πὼς τὸ μαῦρο πανὶ ξεδιπλώνεται
ὄχι μέσα στὸν ὕπνο μήτε μέσα στὸ νερὸ
μήτε σὰν πέφτουνε τὰ βλέφαρα ρυτιδωμένα
καὶ βουλιάζουνε λοξὰ σὰν κοχύλια,
τώρα ξέρεις πὼς τὸ μαῦρο δέρμα τοῦ τυμπάνου
σκεπάζει ὁλόκληρο τὸν ὁρίζοντά σου
ὅταν ἀνοίξεις τὰ μάτια ξεκούραστος, ἔτσι.
Ἀνάμεσα στὴν ἰσημερία τῆς ἄνοιξης καὶ τὴν ἰσημερία
τοῦ φθινοπώρου
ἐδῶ εἶναι τὰ τρεχάμενα νερὰ ἐδῶ εἶναι ὁ κῆπος
ἐδῶ βουίζουν οἱ μέλισσες μὲς στὰ κλωνάρια
καὶ κουδουνίζουνε στ᾿ αὐτιὰ ἑνὸς βρέφους
καὶ ὁ ἥλιος νά! καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ παραδείσου
ἕνας μεγάλος ἥλιος πιὸ μεγάλος ἀπ᾿ τὸ φῶς.

Φυγή

Δὲν ἦταν ἄλλη ἡ ἀγάπη μας
ἔφευγε ξαναγύριζε καὶ μᾶς ἔφερνε
ἕνα χαμηλωμένο βλέφαρο πολὺ μακρινὸ
ἕνα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στὸ πρωινὸ χορτάρι
ἕνα παράξενο κοχύλι ποὺ δοκίμαζε
νὰ τὸ ἐξηγήσει ἐπίμονα ἡ ψυχή μας.

H ἀγάπη μας δὲν ἦταν ἄλλη ψηλαφοῦσε
σιγὰ μέσα στὰ πράγματα ποὺ μᾶς τριγύριζαν
νὰ ἐξηγήσει γιατί δὲ θέλουμε νὰ πεθάνουμε
μὲ τόσο πάθος.

Κι ἂν κρατηθήκαμε ἀπὸ λαγόνια κι ἂν ἀγκαλιάσαμε
μ᾿ ὅλη τὴ δύναμή μας ἄλλους αὐχένες
κι ἂν σμίξαμε τὴν ἀνάσα μας μὲ τὴν ἀνάσα
ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου
κι ἂν κλείσαμε τὰ μάτια μας, δὲν ἦταν ἄλλη
μονάχα αὐτὸς ὁ βαθύτερος καημὸς νὰ κρατηθοῦμε
μέσα στὴ φυγή.

Πάνω σὲ μιὰ χειμωνιάτικη ἀχτῖνα

«Εἶπες ἐδῶ καὶ χρόνια:
«Κατὰ βάθος εἶμαι ζήτημα φωτός».
Καὶ τώρα ἀκόμη σὰν ἀκουμπᾷς
στὶς φαρδιὲς ὠμοπλάτες τοῦ ὕπνου
ἀκόμη κι ὅταν σὲ ποντίζουν
στὸ ναρκωμένο στῆθος τοῦ πελάγου
ψάχνεις γωνιὲς ὅπου τὸ μαῦρο
ἔχει τριφτεῖ καὶ δὲν ἀντέχει
ἀναζητᾷς ψηλαφητὰ τὴ λόγχη
τὴν ὁρισμένη νὰ τρυπήσει τὴν καρδιά σου
γιὰ νὰ τὴν ἀνοίξει στὸ φῶς.


Μένει να ξαναβρουμε τη ζωή μας, τώρα που δεν εχουμε πια τίποτα.
Φαντάζομαι, εκείνος που θα ξαναβρει τη ζωή, εξω απο τόσα χαρτιά,
τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες και τόσες πολλὲς διδασκαλίες
θα είναι κάποιος σαν εμάς, μόνο λιγάκι πιο σκληρὸς στη μνήμη
...

Τρίτη, Μαρτίου 2

oι Αόρατες Πόλεις

οι πόλεις κι η μνήμη 2

Ο καβαλάρης που ταξιδέυει μακριά, σε τόπους άγριους, νιώθει το πόθο για μιά πόλη. Τέλος, φτάνει στην Ισιδώρα, πόλη με κτίρια που έχουν ελικοειδείς σκάλες, επιστρωμένες με ελικοειδή όστρακα, όπου κατασκευάζονται τηλεσκόπια και βιολιά εξαίσιας τέχνης, όπου ο ξένος αν διστάσει ανάμεσα σε δυό γυναίκες, συναντά πάντα μιά τρίτη, όπου οι κοκορομαχίες καταλήγουν στο αιματοκύλισμα αυτών που στοιχηματίζουν.
Όλα αυτά σκεφτόταν, όταν ποθούσε μια πόλη.
Η Ισιδώρα είναι λοιπόν, η πόλη των ονείρων του, με μιά διαφορά: Η πόλη που ονειρευόταν, τον είχε μέσα της στα νιάτα του. Στην Ισιδώρα φτάνει στα γεράματα!
Στη πλατεία βρίσκεται το πεζούλι όπου κάθονται οι γέροι και κοιτάζουν τους νέους να διαβάινουν.
Κάθεται κι αυτός στη σειρά, ανάμεσά τους.
oι επιθυμίες είναι πια αναμνήσεις.


οι πόλεις και τα σημάδια 4


Απ' όλες τις μεταβολές της γλώσσας που ο ταξιδιώτης είναι αναγκασμένος να αντιμετωπίσει στους μακρινούς τόπους, καμιά δεν συγκρίνεται μ' αυτή που τον περιμένει στην πόλη Υπατία, γιατί δεν έχει να κάνει με τις λέξεις αλλά με τα πράγματα.
Μπήκα στην Υπατία ένα πρωί, ένας κήπος με μαγνόλιες καθρεφτιζόταν πάνω σε γαλάζιες λίμνες, εγώ προχωρούσα ανάμεσα σε φράχτες σίγουρος πως θ' ανακαλύψω όμορφες και νέες κυράδες να κάνουν το μπάνιο τους: όμως στο βάθος του νερού τα καβούρια κατέτρωγαν τα μάτια γυναικών που είχαν αυτοκτονήσει, με τη πέτρα δεμένη στο λαιμό και τα μαλλιά πράσινα από φύκια.
Ένιωσα εξαπατημένος και θέλησα να ζητήσω δικαιοσύνη απ' το σουλτάνο. Ανέβηκα τις σκάλες από πορφυρίτη του παλατιού με τους πανύψηλους θόλους, διέσχισα έξι αυλές από φαγιέντσα με συντριβάνια. Η αίθουσα στο κέντρο ήταν φραγμένη με κάγκελα: κατάδικοι με μαύρες αλυσίδες στο πόδι ανέβαζαν κομμάτια βασάλτη από ένα ορυχείο που ανοιγόταν κάτω απ' τη γη.
Δε μου απέμενε παρά να ρωτήσω τους φιλοσόφους. Μπήκα στη βιβλιοθήκη, χάθηκα ανάμεσα σε ράφια που κατέρρεαν κάτω από τα βαριά δεσίματα των περγαμηνών, ακολούθησα την αλφαβητική σειρά χαμένων αλφαβήτων, πάνω κάτω σε διαδρόμους, σκάλες και γέφυρες. Στον πιο απόμακρο θάλαμο με τους παπύρους, μέσα σ' ένα σύννεφο καπνού, μου παρουσιάστηκαν τα θολά μάτια ενός εφήβου ξαπλωμένου πάνω σε μια ψάθα, με το στόμα κολλημένο σε μια πίπα οπίου.
-''Πού είναι ο σοφός''; Ο καπνιστής έδειξε από το παράθυρο. Ήταν ένας κήπος με παιδικά παιχνίδια: μπάλες, κούνια, τραμπάλα.Ο φιλόσοφος καθόταν στο χορτάρι. Είπε:
-''Τα σημάδια φτιάχνουν μιά γλώσσα, αλλά όχι εκείνη που νομίζεις πως ξέρεις''.
Κατάλαβα ότι έπρεπε να ελευθερωθώ από τις εικόνες που ως τώρα μου είχαν προαναγγείλει τα πράγματα που ως τώρα αναζητούσα: μόνο τότε θα κατάφερνα να καταλάβω τη γλώσσα της Υπατίας.
Τώρα αρκεί ν' ακούσω το χλιμίντρισμα των αλόγων και το πλατάγισμα του μαστιγίου κι αμέσως με πιάνει μιά ερωτική ανησυχία: στην Υπατία πρέπει να μπεις στους σταύλους και στις σχολές ιππασίας γιά να δεις τις όμορφες γυναίκες που ανεβαίνουν στη σέλα με γυμνούς μηρούς και μόλις πλησιάζει ένας ξένος τον ρίχνουν στους σωρούς του άχυρου η των πριονιδιών και τον σφίγγουν πάνω στις σκληρές τους ρώγες.
Κι όταν η ψυχή δε ζητάει άλλη τροφή ή ερέθισμα εκτός από μουσική, ξέρω ότι πρέπει να ψάξω στα νεκροταφεία: οι μουσικοί κρύβονται στα μνήματα, τρίλιες φλάουτου, συγχορδίες άρπας, απαντούν από τον ένα τάφο στον άλλο.
Σίγουρα και στην Υπατία θα 'ρθει μια μέρα που η μοναδική μου επιθυμία θα είναι να φύγω.
Ξέρω πως τότε δε θα πρέπει να κατέβω στο λιμάνι αλλά ν' ανέβω στον πιο ψηλό οβελίσκο της ακρόπολης και να περιμένω μήπως κάποιο καράβι περάσει.
Όμως θα περάσει ποτέ;
Δεν υπάρχει γλώσσα χωρίς απάτη.

Italo Calvino

Δευτέρα, Μαρτίου 1

Ὁ γκρεμιστής

Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι.
Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.
Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.
Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια
ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.
Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.
Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!

Κωστής Παλαμάς